- παρεπιγραφή
- ἡ, ΜΑ [παρεπιγράφω]μσν.ρητορικό σχήμα κατά το οποίο παρεμβάλλεται κάτι εν παρόδω, παρεμπιπτόντωςαρχ.αυτό που γράφεται ως προσθήκη στα πλάγια, στο περιθώριο2. (ειδ.) σκηνική οδηγία στο περιθώριο χειρογράφου κάποιου δράματος.
Dictionary of Greek. 2013.